Είναι η Κίνα ο Μεγάλος Ένοχος για την Αύξηση των Εκπομπών Αερίων του Θερμοκηπίου;

Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Rhodium Group η Κίνα ήταν υπεύθυνη για το 27% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου το 2019 ενώ οι ΗΠΑ ευθύνονται για το 11% και η Ινδία για το 6,6% και την Ευρωπαϊκή Ένωση, που προκαλεί και τον μεγαλύτερο θόρυβο για το θέμα, μόλις το 6,4%. Επίσης βάσει στοχείων της πετρελαϊκής BP – βλέπε ΒΡ Statistical Review of World Energy 2020- η εταιρεία τοποθετεί τις εκπομπές αυτές ακόμα υψηλότερα. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει η ΒΡ οι εκπομπές της Κίνας αντιστοιχούσαν στο 28,8% των παγκόσμιων εκπομπών με ΗΠΑ και Ινδία να συνεισφέρουν 14,5% και 7,3% αντίστοιχα ενώ τοποθετεί τις εκπομπές της ΕΕ αρκετά υψηλότερα στο 9,1%.

Η έκθεση της Rhodium επικεντρώνεται στις εκπομπές της Κίνας οι οποίες σύμφωνα με την ανάλυση που παραθέτει έχουν τριπλασιαστεί τα τελευταία 30 χρόνια ενώ την τελευταία δεκαετία έχουν αυξηθεί περί το 21.5% Μόνο το 2019 οι εκπομπές αυξήθηκαν κατά 2,0%. Η ραγδαία αυτή αύξηση θεωρείται και το πλέον ανησυχητικό χαρακτηριστικό της Κινεζικής ενεργειακής οικονομίας η οποία σε πολύ μεγάλο βαθμό βασίζεται στην καύση άνθρακα από τις 1058 μονάδες που είναι σε λειτουργία με συνολική εγκατεστημένη ισχύ που φθάνει τα 1050 GW και εισφέρουν το 62,2% της συνολικής παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας,(σε σύγκριση με 81% το 2007) που το 2019 έφτασε τις 7503 TWh. Η υπόλοιπη ηλεκτρική ενέργεια καλύπτεται από φυσικό αέριο (5,2% ) από πυρηνικά (4,8% ) από υδροηλεκτρικά (17,7%) και από άλλες Ανανεώσιμες Πηγές (10,1% ).

 

Παρά την δέσμευση της Κινεζικής ηγεσίας για μηδενισμό των εκπομπών το 2060, στο τρέχον 5ετές (14 FYP) προβλέπεται η κατασκευή αρκετών νέων ανθρακικών μονάδων, με πολλές από αυτές βέβαια να αντικαθιστούν παλαιότερες με χαμηλή απόδοση. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2019 η Κίνα προσέθεσε 40 GW νέων ανθρακικών σταθμών αυξάνοντας την εγκατεστημένη ανθρακική της ισχύ κατά 4%, αλλά διατηρώντας την δέσμευση της κυβέρνησης -στο πλαίσιο του 13 FYP- για ανώτατο πλαφόν στα 1100 GW. Για αυτό είναι δικαιολογημένοι οι φόβοι ότι το νέο πενταετές θα αυξήσει το ανώτατο όριο στα 1300GW με νέες ανθρακικές μονάδες να προστίθενται στο ηλεκτροπαραγωγικό δυναμικό της αχανούς αυτής χώρας.

 

Σύμφωνα με ενεργειακούς κύκλους του Πεκίνου τις τελευταίες εβδομάδες έχει ξεσπάσει μια διαμάχη μεταξύ των οπαδών που επιμένουν σε μεγαλύτερη αύξηση του μεριδίου παραγωγής από άνθρακα και αυτών που υποστηρίζουν την μείωση του εν όψει των περιβαλλοντικών δεσμεύσεων και την ανάγκη για μεγαλύτερη συμμετοχή «καθαρών» καυσίμων όπως η πυρηνική, το φ.αέριο και οι ΑΠΕ. Με τους οπαδούς για μεγαλύτερη χρήση άνθρακα να προτάσσουν το επιχείρημα του χαμηλού σχετικά κόστους παραγωγής και του μεγάλου αριθμού θέσεων απασχόλησης που εξασφαλίζονται στις διάφορες άνθρακο- παραγωγικές επαρχίες. Σε όλη αυτή την εσωτερική συζήτηση ιδιαίτερη βαρύτητα έχει η άποψη του China Electric Power and engineering Institute, που είναι ο κατ’ εξοχήν σύμβουλος της κυβέρνησης στα θέματα ενέργειας, που υποστηρίζει ότι για λόγους ασφαλείας, λειτουργίας και ευστάθειας του συστήματος θα πρέπει το 2030 να ευρίσκοντας σε λειτουργία περί τα 1200 GW ανθρακικών σταθμών παρέχοντας μαζί με τα πυρηνικά το απαραίτητο φορτίο βάσης καθώς στο μεταξύ θα έχει αυξηθεί η συμμετοχή των ΑΠΕ σε πολύ υψηλό βαθμό, ίσως και άνω του 30%.

Με την αναμενόμενη αύξηση της ανθρακικής παραγωγικής βάσης της Κίνας τα αμέσως επόμενα χρόνια αναπόφευκτα θα δούμε τις εκπομπές να αυξάνονται περαιτέρω, θεωρητικά μέχρι το 2025/26, πριν αρχίσουν να μειώνονται προς το 2030 καθώς το ενεργειακό σύστημα θα βασίζεται ολοένα και περισσότερο σε καθαρά καύσιμα. «Αυτό αποτελεί ένα καλά μελετημένο ρίσκο σε ότι αφορά το περιβαλλοντικό σκέλος αφού αυτό που προέχει στο μίγμα οικονομικής πολιτικής που ακολουθείται είναι ο συνδυασμός ανταγωνιστικού κόστους παραγωγής, υψηλής απασχόλησης και αξιοποίησης εγχώριων παραγωγικών πόρων ενώ τα τελευταία χρόνια παρατηρείται επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των εκπομπών», παρατηρούν οι ανωτέρω κύκλοι.

Όμως το υψηλό ποσοστό, σε παγκόσμιο επίπεδο, των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου της Κίνας θα πρέπει να αξιολογηθεί σε συνάρτηση με τους ιδιαίτερα υψηλούς ρυθμούς της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας. Να θυμίσουμε ότι όταν τα ηνία της χώρας ανέλαβε ο Τεγκ Σιαοπίγκ το 1978 η οικονομία αναπτυσσόταν με ετήσιους ρυθμούς 2,9% και την 30ετία που ακολούθησε, και χάρη στις μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε και το νέο οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο που υιοθετήθηκε (socialist market economy) η οικονομία αναπτύχθηκε ραγδαία με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ στο 10%, ενώ το 2005 έφθασε το 15,7% για να μειωθεί σταδιακά τα επόμενα χρόνια. Ας σημειωθεί ότι το 2019 η οικονομική ανάπτυξη της Κίνας ήταν 6,1%, το 2020 λόγω κορωνοϊού μειώθηκε στο 2,3% ενώ το Α τρίμηνο του 2021 αυτή ανέκαμψε δυναμικά αυξάνοντας το ΑΕΠ της κατά 16,5%!

Τα ανωτέρω στοιχεία είναι ενδεικτικά της ανυπέρβλητης ανθεκτικότητας της οικονομίας της χώρας και της προσήλωσης των ιθυνόντων, έναντι όποιου κόστους, σε σταθερούς και υψηλούς αναπτυξιακούς ρυθμούς και υψηλές εξαγωγικές επιδόσεις. Με τις παντός είδους εξαγωγές να αποτελούν την κινητήριο δύναμη και βασικό χαρακτηριστικό της κινεζικής οικονομίας.

Με την Κίνα να έχει καταστεί κυριολεκτικά το «εργοστάσιο του κόσμου» με τις περισσότερες βιομηχανοποιημένες χώρες κυρίως την περίοδο 1980-2018 να προσφεύγουν στο μέχρι πρόσφατα πολύ φθηνό εργατικό της δυναμικό για να παράγουν μέρος ή ολόκληρα τμήματα προϊόντων τους ήταν αναπόφευκτη η ραγδαία αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας. Ενέργεια που έπρεπε να παραχθεί με πολύ ανταγωνιστικούς όρους από μια διαρκώς αυξανόμενη ισχύ για να καλύψει την ολοένα και μεγαλύτερη ζήτηση αλλά και κατ’ επέκταση να στηρίξει την «φθηνή» παραγωγή. Μια προτεραιότητα βιομηχανικής στρατηγικής που δεν έχει αλλάξει αλλά ούτε πρόκειται τουλάχιστον την τρέχουσα 10ετία, απόλυτα δικαιολογημένα στο πλαίσιο της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής, και άρα η μείωση των εκπομπών, σε αντίθεση με Ευρώπη και ΗΠΑ, δεν αποτελεί προτεραιότητα.

Σήμερα που το θέμα της μείωσης των εκπομπών έχει καταστεί απόλυτη προτεραιότητα για τις περισσότερες χώρες, ιδίως μετά την Συμφωνία των Παρισίων (2015) για την αντιμετώπιση της Κλιματικής Αλλαγής, εγκαλείται η Κίνα -πολύ υποκριτικά θα παρατηρήσουμε από την πλευρά μας-από τις χώρες του Ο.Ο.Σ.Α να επιδείξει περιβαλλοντική ευαισθησία. Ο αντίλογος της πολυπληθέστερης χώρας του κόσμου και της δεύτερης σε μέγεθος οικονομίας του πλανήτη είναι σαφής και αφοπλιστικά έντιμος. Ουσιαστικά προτάσσει τις δικές της προτεραιότητες έναντι όλων των άλλων χωρών τα εμπορικά συμφέροντα των οποίων, μαζί με την δική της ευημερία, εξυπηρετεί με μεγάλη αξιοπιστία εδώ και χρόνια.

Με άλλα λόγια το μήνυμα που προσπαθεί να περάσει η Κίνα προς τον υπόλοιπο κόσμο και ιδιαίτερα προς την Ευρώπη (όπου τα τελευταία χρόνια η χάραξη ενεργειακής πολιτικής έχει εκχωρηθεί στις ΜΚΟ) είναι ότι η εξασφάλιση φθηνής παραγωγής και εξωπραγματικοί στόχοι μείωσης εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (όπου ως γνωστό η παραγωγή ενέργειας ευθύνεται μόνο για το 25% του συνόλου των εκπομπών) δεν συμβαδίζουν.

Άρα απαιτείται μια πλέον ρεαλιστική προσέγγιση και είναι προς αυτή την κατεύθυνση που η ενεργειακή διπλωματία της Κίνας φαίνεται ότι θα επικεντρώσει τις δυνάμεις της τα επόμενα χρόνια.

πηγηenergia.gr

ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΝ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ