Του Κωνσταντίνου Παπαθωμά
Θα μπορούσε οποιοσδήποτε από εμας στην 3η δεκαετία του 21ου αιώνα, σε μια χώρα που με τόση περηφάνια λέει πως είναι Ευρωπαία, να ζει χωρίς ρεύμα, χωρίς τρεχούμενο νερό, χωρίς τηλεπικοινωνία, κλιματισμό, ίντερνετ, ακόμα και την τόσο αμφιλεγόμενη, αλλά σε πολλά χρήσιμη, Τεχνητή Νοημοσύνη, και τις άλλες τόσες ανέσεις που καθορίζουν πλέον τη ζωή μας; Φαντάζεται κανένας σήμερα να ζει τη ζωή του με τις δυσκολίες και αντιξοότητες τής καθημερινότητας τών παλιών καιρών; Υπάρχει περίπτωση να ζούμε όλη η οικογένεια σε ένα μονόχωρο, να έχουμε τα ζώα μέσα στο σπίτι, το αποχωρητήριο στην αυλή, το δώμα να στάζει γιατί χρειάζεται νέο πηλό και τα παράθυρα να μπάζουν αέρα; Όχι, όχι και όχι, ασφαλώς όχι! Αφού λοιπόν η Τεχνολογία και η καθημερινές μας πρακτικές καθορίζουν επ’ακριβώς τη χρονολογία και την εποχή στην οποία ζούμε, από την οποία θέλουμε μάλιστα πάντοτε να είμαστε και πιο μπροστά, γιατί δε φροντίζουμε να προχωρούν και οι αντιλήψεις μας με τον ίδιο ρυθμό;; Γιατί η φιλοσοφία μας, οι ιδέες και η αισθητική μας να έπονται τών άλλων μας απαιτήσεων για την καθημερινότητα; Γιατί να υπάρχουν αυτές οι 2 ταχύτητες;
Το θέμα είναι βέβαια τεράστιο με κοινωνικές προεκτάσεις πολλές, και για να είμαι ειλικρινής όχι μόνο Κυπριακής ταυτότητας. Θα μπορούσα για παράδειγμα να μιλήσω από τη μια για το ρατσισμό και τις άλλες διακρίσεις που ακόμα επικρατούν και που θυμίζουν Μεσαίωνα, για τους πολέμους που γίνονται για τη θρησκεία ή τουλάχιστον με αφορμή τη θρησκεία, για την απληστία, τη μανία για επικράτηση και τον εγωισμό, και από την άλλη για την υπερτεχνολογία που έχουμε αναπτύξει, που περιλαμβάνει μέχρι και διαπλανητικά ταξίδια. Δε θα το κάνω όμως, παρά θα μείνω μόνο στο Αρχιτεκτονικό, αυτό το Μετέωρο μου Βήμα και θα σχολιάσω τον Αρχιτεκτονικό αναχρονισμό που χαρακτηρίζει τη δική μας Κοινωνία, ειδικότερα στον τομέα τής ‘Αρχιτεκτονικής Χώρων Λατρείας’.
Για να μιλήσουμε για την ‘που ποδά’ πλευρά τούτου τού νησιού, την υποτιθέμενη ελεύθερη και νόμιμη, ο όρος ‘Αρχιτεκτονική Χώρων Λατρείας’ είναι συνώνυμος με τον όρο ‘Εκκλησιαστική Αρχιτεκτονική’, μια και άλλου είδους χώροι λατρείας δεν κτίζονται, αφού η πολυπολιτισμικότητα δεν έχει μπει ακόμα στα λεξικά μας . Γιατί λοιπόν, διερωτούμαι, να παρατηρείται αυτό το φαινόμενο μούχλας και οπισθοδρόμησης ειδικά σ’αυτό τον τομέα τής Αρχιτεκτονικής; Δεν θα σχολιάσω καθόλου το θέμα της αναγκαιότητας ή όχι της θρησκείας στη ζωή μας και το ρόλο που θάπρεπε να παίζουν οι θεσμοί και τα ιδρύματα που έχουν να κάμουν με αυτή, γιατί είναι εκτός του πλαισίου αυτής της στήλης. Θα πάρω ως δεδομένο ότι για κάποιους ανθρώπους είναι αναγκαία η ύπαρξη της και αφού υπάρχει η εν λόγω ανάγκη, υπάρχει κατ’επέκταση και λόγος ύπαρξης χώρων λατρείας, αφού ως γνωστόν η ανάγκη γεννά την Αρχιτεκτονική και είναι η βάση τής ύπαρξης της.
Οι Αρχιτέκτονες, και όλοι όσοι γενικά ασχολούνται με το τεράστιο αυτό θέμα, ξέρουμε πως η μορφή και η αισθητική πρέπει να συμβαδίζει με τη λειτουργία και πως η τελευταία πρέπει να εξυπηρετεί τη χρήση που κι’αυτή με τη σειρά της είναι έκφραση μιας συγκεκριμένης φιλοσοφίας ζωής και ικανοποίηση μιας ανάγκης. Πως μπορεί λοιπόν η μορφή και η αισθητική τής σύγχρονης μας Εκκλησιαστικής Αρχιτεκτονικής να είναι τόσο πεπαλαιωμένη και τόσο αναχρονιστική; Πως μπορεί να έχει μείνει πίσω 15 ολόκληρους αιώνες χωρίς εξέλιξη;; Πώς είναι δυνατόν να χτίζουμε σήμερα ναούς που να ακολουθούν στυλιστικές και αισθητικές αρχές και γραμμές τού 6ου αιώνα μ.Χ. και ακόμα πιο πίσω; Ο θόλος, που είναι το τρισδιάστατο ολοκλήρωμα τού τόξου, μια υπέροχη Ρωμαϊκή επινόηση, που βέβαια έγινε δυνατή με την εφεύρεση τού τούβλου και τού τσιμέντου, κι αυτά επίσης Ρωμαϊκά, έγιναν το κύριο χαρακτηριστικό και σήμα κατατεθέν τής Αρχιτεκτονικής τών Εκκλησιών, κυρίως τής Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τού επονομαζόμενου εκ των υστέρων Βυζαντίου.
Τόσο η Τεχνολογία όσο και η τεχνοτροπία τότε ήταν τέτοια, που δικαιολογούσαν αυτές τις μορφές και όγκους, γιατί αυτές ακριβώς οι μορφές εξέφραζαν άμεσα τόσο τις τεχνικές δυνατότητες μεθόδων και υλικών, όσο και τη νοοτροπία τής εποχής περί Θείου! Όταν όμως η Τεχνολογία έχει εξελιχτεί σε τέτοιο βαθμό, και έχει κάνει τόσα άλματα, που το ανέφικτο τού χτες είναι σήμερα ήδη πεπερασμένο, δεν μπορεί να αφήνει ανεπηρέαστη την αισθητική τής Αρχιτεκτονικής μορφής και ασφαλώς δεν μπορεί να αντιπροσωπεύει μια αντίληψη περί Θείου και φιλοσοφία ζωής τόσο πεπαλαιωμένη.
Έχει καταλήξει, ή καλύτερα καταντήσει, ο όρος ‘Εκκλησία’ να μην μπορεί να ταυτιστεί με καμιά άλλη εκκλησιαστική Αρχιτεκτονική μορφή παρά μόνο με τους Βυζαντινούς τρούλους ή καλύτερα τους κακόγουστους Νεοβυζαντινούς εκτός αρμονίας τρούλους και τους εκτός αναλογίας συνδυασμούς όγκων! Ο τρούλος προκύπτει από το άνοιγμα της βάσης του και την τοποθέτηση των τούβλων σε κύκλους με τρόπο που να κλείνει σιγά σιγά και να στηρίζει η κάθε σειρά την επόμενη, κάτι που καθορίζει ο νόμος τής Στατικής. Τι νόημα έχει να δημιουργώ ένα κτήριο με θόλους από μπετόν σε ένα δήθεν ρυθμό, που δεν συμβαδίζει με την Τεχνολογία τής εποχής στην οποία κτίζεται, μη ακολουθώντας τον πιο πάνω στατικό νόμο, αφού ως γνωστόν το οπλισμένο μπετόν δουλεύει σαν ενιαίο υλικό, κάτι που σημαίνει ότι με τις ιδιότητες του μπορεί να αποδώσει πολύ διαφορετικά μορφολογικά αποτελέσματα; Προς τι τα παράθυρα με τοξωτό πάνω τέλειωμα, όταν ως γνωστόν το στοιχείο τού τόξου χρησιμοποιείτο για να ‘ανακουφίζει’ τα ανοίγματα από το από πάνω βάρος, κάτι που σήμερα κάνει ο οπλισμός; Όσον δε αφορά στο εσωτερικό τών ναών, τι να πει κανείς;
Γεμάτο με ανεκδιήγητα δείγματα τοιχογραφιών και εικόνων, επίσης σε δήθεν στυλ και ρυθμό, που ξέχασε να εξελιχτεί και μιμείται με κακόγουστο τρόπο παλιά αυθεντικά! Και ενώ στην Κύπρο τού 21ου αιώνα η Αρχιτεκτονική Χώρων Λατρείας έμεινε μαρμαρωμένη και σε αιώνιο λήθαργο, στο εξωτερικό υπάρχει πληθώρα παραδειγμάτων, ήδη από τις αρχές τού προηγούμενου αιώνα, από κτήρια που εκφράζουν την νέα και σύγχρονη αντίληψη περί χώρου κατάνυξης και εξύμνησης τού Θείου! Έγιναν και σε μάς κατά καιρούς κάποιες προσπάθειες να ξεπεραστεί η τρουλομανία και βυζαντινομανία όπως αυτή με την εκκλησία που είχε σχεδιάσει ο αείμνηστος Νεοπτόλεμος Μιχαηλίδης στη Δασούπολη με το τολμηρό παραβολικό κέλυφος και την ειλικρίνεια και γνησιότητα του γυμνού μπετόν, τα οποία έσπευσαν ωστόσο άμεσα οι ανειδίκευτοι ‘ειδικοί’ και ‘ειδήμονες’ να πασπαλίσουν, να στολίσουν και να επικαλύψουν!
Ο θόλος όταν πρωτοχρησιμοποιήθηκε είχε βέβαια και συμβολικό σκοπό, εκτός από την επίδειξη τεχνικού επιτεύγματος: ήταν μια αναπαράσταση τού ουρανού και τού σύμπαντος, έτσι όπως τότε γινόταν αντιληπτό, αλλά και η εξύμνηση τού Θείου μέσα σ’ αυτό, κάτι που η Γοτθική Αρχιτεκτονική, χρόνια μετά, έκανε με το μεγάλο ύψος τού κεντρικού κλίτους και το παιχνίδι τού φωτός. Ο άγραφος, ωστόσο σαφής Αρχιτεκτονικός νόμος για μια σωστή διαμόρφωση τού χώρου, και τού όγκου που τον περικλείει, απαιτεί ώστε η νοοτροπία, η ιδεολογία και η φιλοσοφία που βρίσκει στέγη σε ένα κτήριο να αντανακλάται άμεσα μέσω τής ανάλογης τεχνολογίας και τεχνοτροπίας στη μορφή, μέσα και έξω. Με δεδομένο λοιπόν αυτό, έχουμε μάλλον εντοπίσει και τη ρίζα τού κακού: η νοοτροπία τού θεσμού τής σημερινής Κυπριακής Εκκλησίας είναι αναχρονιστική, παρωχημένης εποχής, και στην καλύτερη περίπτωση Μεσαιωνική!! Μια νοοτροπία που αρνείται να εξελιχτεί. Μια νοοτροπία που αρνείται να συμβαδίσει με τους καιρούς και το σύγχρονο Άνθρωπο, που αρνείται να δεχτεί την εξέλιξη τής Ιστορίας και πως η ίδια η Εκκλησία πρέπει να ψάξει να βρει το νέο της ρόλο, παρά να εξακολουθεί να το παίζει ‘Αντιπροσώπος τού Λαού’. Μ’ αυτή λοιπόν τη νοοτροπία και την τάση αυταρέσκειας και έπαρσης, η Εκκλησία ποτέ δεν κατανόησε πως εξέλιξη δεν σημαίνει μόνον το επιχειρείν, κάτι στο οποίο……πρωτεύει, αλλά ότι προ πάντων σημαίνει την Κουλτούρα και τις Τέχνες, τών οποίων τη σημασία ποτέ δεν αντελήφθη, και τις οποίες ποτέ δεν υποστήριξε, έτσι ακριβώς όπως δεν κατανοεί και δεν αντιλαμβάνεται πως είναι καιρός να αλλάξει και το ένδυμα και το περίβλημα της.
Η Αρχιτεκτονική αντανακλά την εποχή της , δεν είναι παλινδρόμηση και αναμάσημα παλιάς τροφής!!