Η μαζική παραγωγή και κατανάλωση κρέατος αυξάνονται συνεχώς σε όλον τον κόσμο, αλλά με οδυνηρές επιπτώσεις για το περιβάλλον ή ακόμη και για την υγεία μας. Ποιες εναλλακτικές λύσεις υπάρχουν;
Περίπου 325 εκατομμύρια τόνοι κρέας παράγονται κάθε χρόνο και η τάση είναι σταθερά αυξητική. Αυτό προκύπτει από την ετήσια έκθεση για την κατανάλωση κρέατος, την οποία συντάσσουν από κοινού στη Γερμανία η περιβαλλοντική οργάνωση BUND και το πολιτικό ίδρυμα Χάινριχ Μπελ, που πρόσκειται στο Κόμμα των Πρασίνων.
Η ποσότητα του κρέατος φαίνεται τεράστια, αλλά η κατανομή της είναι εξαιρετικά άνιση, καθώς, όπως επισημαίνει η επικεφαλής του ιδρύματος Χάινριχ Μπελ, Μπάρμπαρα Ούνμισιγκ «ένας Αμερικανός καταναλώνει κατά μέσο όρο εκατό κιλά κρέας τον χρόνο, στη Γερμανία η μέση κατανάλωση είναι γύρω στα 60 κιλά, ενώ την ίδια στιγμή στην Αφρική δεν ξεπερνάει τα 17 κιλά κρέας τον χρόνο.»
Συνεχή αύξηση παρουσιάζει η κατανάλωση κρέατος στην Κίνα, καθώς φτάνει πλέον τα 50 κιλά τον χρόνο. Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι, αν δεν αλλάξουν οι συνθήκες εκτροφής των ζώων και επεξεργασίας του κρέατος, η μαζική παραγωγή θα επιβαρύνει σημαντικά το περιβάλλον. Ήδη σήμερα η κτηνοτροφία είναι υπεύθυνη για το 15% των ρυπαντών παγκοσμίως. Οικολογικές οργανώσεις προτείνουν να μειώσουμε την κατανάλωση κρέατος κατά το ήμισυ.
«Ειδική σήμανση» για την εκτροφή
Πως ακριβώς μπορεί να γίνει αυτό, εξηγεί ο πρόεδρος της οργάνωσης BUND Όλαφ Μπαντ: “Το πρώτο βήμα είναι μία ενημερωτική καμπάνια για διατροφή φιλική στο περιβάλλον και στην προστασία του κλίματος. Στη συνέχεια χρειάζεται μία υποχρεωτική σήμανση, που πληροφορεί τον καταναλωτή για τις συνθήκες, με τις οποίες έχουν μεγαλώσει τα ζώα, μία σήμανση-πρότυπο για τη διατροφή μας”. Οι ειδικοί προτείνουν δεσμευτικά όρια στον αριθμό των ζώων που μπορεί να διατηρεί ο κάθε κτηνοτρόφος, ανάλογα με τη γεωργική έκταση που διαθέτει. Θα πρέπει να προβλέπεται συγκεκριμένη επιφάνεια, όχι μόνο για την εκτροφή των ζώων, αλλά και για την παραγωγή ζωοτροφών.
Σήμερα συμβαίνει το αντίθετο: ο αριθμός των ζώων ανά κτηνοτροφική εγκατάσταση αυξάνεται συνεχώς, ενώ ζωοτροφές με βάση τη σόγια και το καλαμπόκι εισάγονται από τη Λατινική Αμερική. Πρόκειται για ένα μοντέλο παραγωγής που ενισχύει την αποψίλωση των δασών στην περιοχή και, κατά συνέπεια, την εξαφάνιση σπάνιων ειδών. “Οι κτηνοτρόφοι θα έπρεπε να παράγουν οι ίδιοι τις ζωοτροφές που χρειάζονται και μόνο επικουρικά να εισάγουν ζωοτροφές από το εξωτερικό”, λέει η επικεφαλής του ιδρύματος Χάινριχ Μπελ Μπάρμπαρα Ούνμισιγκ.
«Φρένο» στις εξαγωγές κρέατος;
Επιπλέον, οικολογικές οργανώσεις προτείνουν να μπει τέλος στις εξαγωγές κρέατος, διαδικασία που επιβαρύνει ιδιαίτερα το περιβάλλον. Η νέα γενιά αρχίζει πλέον να υιοθετεί διαφορετικά πρότυπα καταναλωτικής συμπεριφοράς.
Σε πρόσφατη έρευνα του πανεπιστημίου του Γκέτινγκεν το 70% των νέων ηλικίας 15 έως 29 ετών αναφέρουν ότι θεωρούν απαράδεκτη τη μαζική εκτροφή κρέατος στη σημερινή της μορφή.
«Το 13% των νέων έχουν στραφεί αποκλειστικά στη χορτοφαγία ή στη βίγκαν διατροφή», λέει η Μπάρμπαρα Ούνμισιγκ. «Πρόκειται για ποσοστό διπλάσιο του μέσου όρου στη Γερμανία\. Επιπλέον, όπως προκύπτει από σχετικές έρευνες, το 70% των ερωτηθέντων δηλώνει διατεθειμένο να πληρώσει περισσότερα χρήματα για το κρέας που καταναλώνει, εφόσον αυτό βελτιώνει τις συνθήκες εκτροφής για τα ζώα, αλλά και τις συνθήκες εργασίας για τους απασχολούμενους στη βιομηχανία κρέατος.
Οι ειδικοί εκτιμούν ότι πολλές ασθένειες που μεταφέρονται από τα ζώα στον άνθρωπο, ακόμη και ιοί όπως ο κορωνοϊός, θα είχαν αποφευχθεί, εάν ο άνθρωπος δεν επιχειρούσε διαρκώς να επεκτείνει τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις, καταστρέφοντας τον φυσικό του περίγυρο.
Με πληροφορίες από Deutsche Welle