Προβληματισμοί σχετικά με τις φιλοδοξίες για κλιματική ουδετερότητα στην Ευρώπη την εποχή του Covid-19

Οι ευρωπαϊκές χώρες λαμβάνουν δρακόντεια μέτρα για τον περιορισμό των επιπτώσεων του Covid-19 στην υγεία των Ευρωπαίων και την οικονομία. Κρίσεις όπως η συγκεκριμένη τείνουν να έχουν άμεσες και σοβαρές επιπτώσεις για το σύνολο του πληθυσμού και την οικονομία. Λαμβανομένων υπόψη των δυνητικών επιδράσεών της σε νευραλγικούς τομείς της οικονομίας, η κρίση του κορωνοϊού αναμένεται να δράσει ανασταλτικά σε ορισμένες από τις επιπτώσεις της οικονομικής δραστηριότητας στο περιβάλλον και το κλίμα. Ωστόσο, οι μεγάλοι και απότομοι κλυδωνισμοί που συνεπάγονται εξαιρετικά υψηλό κόστος για την κοινωνία απέχουν πολύ από τον τρόπο με τον οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει δεσμευτεί να μετασχηματίσει την οικονομία της και να επιτύχει κλιματική ουδετερότητα έως το 2050. Αντιθέτως, η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία και η πρόσφατη πρόταση του ευρωπαϊκού νόμου για το κλίμα κάνουν έκκληση για σταδιακή και μη αναστρέψιμη μείωση των εκπομπών, διασφαλίζοντας παράλληλα μια δίκαιη μετάβαση και στήριξη των πληγέντων.

Ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων της τρέχουσας κρίσης στον τομέα της δημόσιας υγείας

Η Ευρώπη, όπως και ο υπόλοιπος κόσμος, βρίσκεται αντιμέτωπη με μια πρωτόγνωρη κρίση στον τομέα της δημόσιας υγείας η οποία εξαπλώνεται γρήγορα σε ολόκληρη την ήπειρο. Τα ειδησεογραφικά κανάλια παρέχουν τακτική ενημέρωση σχετικά με τον αριθμό των ατόμων που προσβάλλονται και χάνουν τη ζωή τους από τον ιό. Οι ευρωπαϊκές και εθνικές αρχές εφαρμόζουν δρακόντεια μέτρα για τον περιορισμό και την επιβράδυνση της εξάπλωσης του Covid-19. Η επιβολή περιορισμών στην κυκλοφορία, στις μετακινήσεις από και προς τον τόπο εργασίας και στις κοινωνικές συναθροίσεις πλήττει σοβαρά πολλούς βασικούς τομείς της οικονομίας. Πολλές πτήσεις ακυρώνονται και τα σχολεία, τα εστιατόρια και τα σύνορα κλείνουν. Ο όρος «απαγόρευση κυκλοφορίας» (lock-down) αποτυπώνει τη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, ενώ, δυστυχώς, διαπιστώνουμε ήδη ότι ο αριθμός των θυμάτων είναι πολύ μεγάλος.

Κυριότερη προτεραιότητα αποτελεί η ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων του Covid-19 στην υγεία των Ευρωπαίων και η διασφάλιση της καλύτερης δυνατής παροχής υγειονομικών υπηρεσιών σε όσους έχουν προσβληθεί από τη νόσο και, στη συνέχεια, η διασφάλιση της ευημερίας, καθώς και των  θέσεων απασχόλησης και των μέσων διαβίωσης.

Η μείωση των εκπομπών και οι απότομοι κλυδωνισμοί όπως ο Covid-19

Καθόλη τη διάρκεια της δύσκολης περιόδου την οποία διανύουμε, ο ΕΟΠ έχει επανειλημμένα ερωτηθεί για τον αντίκτυπο των μέτρων κατά του Covid-19  στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου στην ΕΕ. Μια από τις ακούσιες συνέπειες που μπορεί να έχουν τέτοιου είδους αιφνίδιοι κοινωνικοοικονομικοί κλυδωνισμοί μπορεί να είναι και η περαιτέρω μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Άλλες συνέπειες, όπως η προσωρινή μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, παρατηρήθηκαν επίσης σε ορισμένες περιοχές της Κίνας και της Ευρώπης (π.χ. κατά τη διάρκεια της περιόδου «απαγόρευσης κυκλοφορίας» στη βόρεια Ιταλία).

Η μακροχρόνια έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση είναι γνωστό ότι συμβάλλει στην εμφάνιση χρόνιων πνευμονοπαθειών και καρδιοπαθειών. Παρά τις πιθανές βραχυπρόθεσμες βελτιώσεις που ενδέχεται να υπάρξουν στην ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα σε ορισμένες περιοχές λόγω των μέτρων που σχετίζονται με τον κορωνοϊό, τα άτομα με προϋπάρχουσες παθήσεις που έχουν εκτεθεί για μεγάλα χρονικά διαστήματα στην ατμοσφαιρική ρύπανση ενδέχεται να είναι ακόμη πιο ευάλωτα κατά την περίοδο αυτή.

Σε πολλές από τις εκθέσεις μας έχουμε υπογραμμίσει τη σχέση που συνδέει τις οικονομικές επιδόσεις σε ορισμένους τομείς με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Η παρούσα κρίση αναμένεται να έχει ισχυρό αντίκτυπο στα πρότυπα παραγωγής και κατανάλωσης, όπως για παράδειγμα, στη μείωση της ζήτησης για κινητικότητα, κυρίως σε επίπεδο διεθνών αερομεταφορών και καθημερινών μετακινήσεων από και προς τον τόπο εργασίας με αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης. Ωστόσο, για την καλύτερη κατανόηση της έκτασης, της διάρκειας, καθώς και ορισμένων αναμενόμενων και μη αναμενόμενων επιπτώσεων, θα πρέπει να αναλύσουμε τα δεδομένα σε διάφορους τομείς μετά την έξοδό μας από την κρίση. Ο ΕΟΠ προγραμματίζει να προβεί σε αξιολόγηση των σχέσεων αυτών και θα κοινοποιήσει τα αποτελέσματα των σχετικών αναλύσεων εν ευθέτω χρόνω.

Ωστόσο, χωρίς ριζικό μετασχηματισμό των συστημάτων παραγωγής και κατανάλωσης, οποιαδήποτε μείωση των εκπομπών που οφείλεται σε οικονομική κρίση όπως η συγκεκριμένη, είναι πιθανό να είναι βραχυπρόθεσμη και να έχει εξαιρετικά υψηλό κόστος για την κοινωνία. Η Ευρώπη έχει ως στόχο να επιτύχει την κλιματική ουδετερότητα μέσω σταδιακών και μη αναστρέψιμων μειώσεων των εκπομπών, θέτοντας μακροπρόθεσμους στόχους για την οικοδόμηση μιας ανθεκτικής οικονομίας και μιας ανθεκτικής κοινωνίας, και όχι μέσω δυσμενών κλυδωνισμών. Η παρούσα κρίση υποδεικνύει την ανάγκη για μια δίκαιη μετάβαση, που θα προσφέρει νέες ευκαιρίες και στήριξη στα άτομα που έχουν πληγεί περισσότερο.

Η νομοθεσία της ΕΕ πρέπει να ορίζει ως δεσμευτικό τον στόχο για την κλιματική ουδετερότητα

Στις αρχές του τρέχοντος μήνα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε τον Ευρωπαϊκό νόμο για το κλίμα, ο οποίος αποσκοπεί στη θέσπιση ενός μακροπρόθεσμου πλαισίου, που θα συμπληρώνει την ισχύουσα νομοθεσία, για την επίτευξη της κλιματικής ουδετερότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση έως το 2050. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη θέσει έναν από τους πιο φιλόδοξους στόχους για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και έχει καταρτίσει πλήρη δέσμη νομοθετικών μέτρων για τη στήριξή του. Αυτό το οποίο καθιστά την συγκεκριμένη πρόταση μοναδική είναι το γεγονός ότι θέτει την επίτευξη της κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050 ως νομικά δεσμευτικό στόχο. Αφού εγκριθεί, η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της θα υποχρεούνται εκ του νόμου να συμμορφώνονται και να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την επίτευξή του στόχου αυτού.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει καταφέρει να μειώσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες. Η τελευταία αξιολόγησητου ΕΟΠ αναφέρει ότι το 2018 οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου στην ΕΕ ήταν κατά 23,2 % χαμηλότερες σε σχέση με τα επίπεδα του 1990, υπογραμμίζοντας και την ανάγκη περαιτέρω προσπαθειών και επιπρόσθετων μέτρων για την επίτευξη του τρέχοντος στόχου για το 2030, ο οποίος έχει οριστεί ως «μείωση των εκπομπών κατά τουλάχιστον 40 % σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990».

ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΝ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ