Τα οχήματα που κινούνται με βενζίνη και ντίζελ είναι πολύ περισσότερα από τα ηλεκτρικά οχήματα στην Ισπανία σύμφωνα με στοιχεία για το 2023 και φαίνεται ότι οι στόχοι για «απανθρακοποίηση» του στόλου των οχημάτων της χώρας δεν επιτυγχάνονται.
Σύμφωνα με στοιχεία, όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα της Εfe Verde, για κάθε 17 οχήματα βενζίνης και ντίζελ αντιστοιχεί ένα μόνο ηλεκτρικό.
Ο στόχος είναι για 5,5 εκατομμύρια ηλεκτροκίνητα οχήματα (καθαρά ηλεκτρικά και plug-in υβριδικά) ως το 2030, με βάση την αναθεώρηση του Εθνικού Ολοκληρωμένου Σχεδίου Ενέργειας και Κλίματος (PNIEC). Η χώρα θα έπρεπε να διαθέτει 100.000 δημόσια σημεία φόρτισης ως το 2023 με βάση και το σχέδιο ανάπτυξης και ανθεκτικότητας.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι αυτή τη στιγμή υπάρχουν περίπου 465.000 ηλεκτροκίνητα οχήματα στη χώρα και λιγότερα από 30.000 σημεία φόρτισης για δημόσια χρήση.
Πέρυσι, στην Ισπανία καταγράφηκαν στα επίσημα αρχεία 949.359 επιβατικά αυτοκίνητα, εκ των οποίων μόνο τα 51.614, το 5,4% του συνόλου (69% περισσότερο από ένα χρόνο πριν), ήταν «καθαρά» ηλεκτρικά, ενώ τα υπόλοιπα είχαν κινητήρες εσωτερικής καύσης ή υβριδικά συστήματα. Η κατάταξη των βενζινοκίνητων αυτοκινήτων 100% αυξήθηκε κατά 13,7%, στις 387.749 οχήματα (40,8% της αγοράς), ενώ των πετρελαιοκίνητων αυτοκινήτων μειώθηκε κατά 15%, στις 118.646.
Τα υβριδικά μη plug-in ανήλθαν συνολικά σε 302.842, 31,9% του συνόλου και με αύξηση 26,3%.
Ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι 21,5% «καθαρών» οχημάτων και σε χώρες όπως η Πορτογαλία τα ηλεκτροκίνητα επιβατικά αυτοκίνητα αντιπροσώπευαν το 43% των συνολικών οχημάτων στη χώρα.
Ειδικοί ρωτήθηκαν γιατί πωλούνται μαζικά στην Πορτογαλία τα ηλεκτροκίνητα παρά το γεγονός ότι έχει χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα και τα οχήματα αυτά είναι πιο ακριβά. Η απάντηση, μεταξύ άλλων, είναι ότι εκεί οι μεγάλες εταιρείες λαμβάνουν φορολογικά κίνητρα, όπως μπόνους έως και 100% ΦΠΑ, για την αγορά ηλεκτρικών οχημάτων για τους στόλους ή τους υπαλλήλους τους.
Ο επικεφαλής της ένωσης για Ανάπτυξη και Προώθηση Ηλεκτρικής Κινητικότητας (AEDIVE), Arturo Pérez de Lucia, ανέφερε ότι αυτό που εμποδίζει περισσότερο τη μετάβαση στην κινητικότητα είναι μια δημοσιονομική πολιτική η οποία να ευνοεί τα κίνητρα για την αγορά οχημάτων και οι πολίτες να μπορούν να τα αποκτήσουν γρήγορα.