Απειλή υδατικού στρες για 25 χώρες, μεταξύ των οποίων και η Κύπρος

Ακραίο υδατικό στρες αντιμετωπίζουν κάθε χρόνο 25 χώρες, μεταξύ των οποίων και η Κύπρος. Συνολικά οι χώρες αυτές φιλοξενούν το ένα τέταρτο του πληθυσμού της Γης, ενώ τουλάχιστον το 50% του παγκόσμιου πληθυσμού – περίπου 4 δισεκατομμύρια άνθρωποι – ζουν σε συνθήκες έντονου υδατικού στρες για τουλάχιστον ένα μήνα ανά έτος, αναφέρει σε πρόσφατη έρευνά του το Παγκόσμιο Ινστιτούτο Πόρων (WRI).

Σύμφωνα με την έρευνα, μια χώρα που αντιμετωπίζει «ακραίο υδατικό στρες» σημαίνει ότι χρησιμοποιεί τουλάχιστον το 80% της διαθέσιμης προσφοράς νερού, ενώ «υψηλό υδατικό στρες» σημαίνει ότι χρησιμοποιεί το 40% της προσφοράς, με το το Μπαχρέιν, την Κύπρο, το Κουβέιτ, ο Λίβανος, το Ομάν και το Κατάρ να αποτελούν τις πέντε χώρες με τη μεγαλύτερη έλλειψη νερού, όπου το υδατικό στρες οφείλεται κυρίως στη χαμηλή προσφορά νερού, σε συνδυασμό με τη ζήτηση για οικιακή, γεωργική και βιομηχανική χρήση.

Αντίστοιχα, οι περιοχές με τη μεγαλύτερη έλλειψη νερού είναι η Μέση Ανατολή και η Βόρεια Αφρική, όπου το 83% του πληθυσμού είναι εκτεθειμένο σε ακραία έλλειψη νερού, και η Νότια Ασία, όπου εκτεθειμένο είναι ο 74% του πληθυσμού.

Όπως αναφέρεται, η αυξημένη ζήτηση νερού είναι συχνά το αποτέλεσμα της αύξησης του πληθυσμού και του αριθμού των βιομηχανιών, όπως η αρδευόμενη γεωργία, η κτηνοτροφία, η παραγωγή ενέργειας και η μεταποίηση, ενώ παράλληλα η έλλειψη επενδύσεων σε υποδομές, οι μη βιώσιμες πολιτικές χρήσης νερού και η αυξημένη μεταβλητότητα λόγω της κλιματικής αλλαγής μπορούν να επηρεάσουν τη διαθέσιμη προσφορά νερού.

Τονίζεται ότι χωρίς παρέμβαση, όπως επενδύσεις σε υποδομές νερού και καλύτερη διακυβέρνηση των υδάτων, το υδατικό στρες θα συνεχίσει να επιδεινώνεται, ιδίως σε μέρη με ταχέως αυξανόμενο πληθυσμό και αναπτυσσόμενη οικονομία.

Συμπληρώνεται ότι η έλλειψη νερού μπορεί να οδηγήσει σε διακοπές της βιομηχανικής παραγωγής, διακοπές ενέργειας και απώλειες γεωργικής παραγωγής, ενώ συνιστά κίνδυνο και για την επισιτιστική ασφάλεια, καθώς ήδη το 60% της παγκόσμιας αρδευόμενης γεωργίας αντιμετωπίζει ακραίο υδατικό στρες, ιδιαίτερα το ζαχαροκάλαμο, το σιτάρι, το ρύζι και το καλαμπόκι.

Παρότι είναι σημαντικό να κατανοηθεί η τρέχουσα κατάσταση της παγκόσμιας προσφοράς και ζήτησης νερού, το Ινστιτούτο σημειώνει πως το υδατικό στρες δεν σημαίνει απαραίτητα και κρίση νερού.

Αναφέρει ως παραδείγματα τη Σιγκαπούρη και το Λας Βέγκας, πόλεις που αποδεικνύουν ότι μπορούν να ευημερούν ακόμη και υπό τις πιο δύσκολες συνθήκες λειψυδρίας, χρησιμοποιώντας τεχνικές όπως η απομάκρυνση του γρασιδιού, η αφαλάτωση και η επεξεργασία και επαναχρησιμοποίηση των λυμάτων.

Επιπλέον, η έρευνα του WRI δείχνει ότι η επίλυση των παγκόσμιων προκλήσεων νερού δεν συνεπάγεται απαραίτητα υπερβολικό κόστος, αντιστοιχώντας περίπου στο 1% του παγκόσμιου ΑΕΠ ή 29 σεντς ανά άτομο, ανά ημέρα από το 2015 έως το 2030, προσθέτοντας πως αυτό που λείπει είναι η πολιτική βούληση και η οικονομική στήριξη για να γίνουν αυτές οι αποδοτικές λύσεις πραγματικότητα.

Προβαίνοντας σε προτάσεις πολιτικής για την αντιμετώπιση του προβλήματος, το Ινστιτούτο συνιστά στις χώρες να βελτιώσουν τη διακυβέρνηση των υδάτων τους, να δώσουν κίνητρα για την αποδοτική χρήση του νερού στη γεωργία, να υιοθετήσουν την ολοκληρωμένη διαχείριση των υδάτινων πόρων και να ενισχύσουν τις υποδομές νερού μέσω λύσεων που βασίζονται στη φύση και τις πράσινες υποδομές, προσθέτοντας πως η προστασία και η αποκατάσταση των υγροτόπων, των μαγκρόβιων εκτάσεων και των δασών μπορεί όχι μόνο να βελτιώσει την ποιότητα του νερού και να αυξήσει την ανθεκτικότητα απέναντι σε ξηρασίες και πλημμύρες, αλλά και να εξοικονομήσει χρήματα από το κόστος επεξεργασίας του νερού.

Προτρέπει επίσης τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής σε χώρες με προβλήματα νερού να δώσουν προτεραιότητα σε πηγές ενέργειας χαμηλών απαιτήσεων σε νερό, όπως η ηλιακή και η αιολική ενέργεια, ώστε να αποφεύγονται οι διακοπές ρεύματος που προκαλούνται από την έλλειψη νερού.

Καλεί τις πόλεις να αναπτύξουν σχέδια δράσης για την ανθεκτικότητα των αστικών υδάτων, ενώ η επεξεργασία και επαναχρησιμοποίηση των λυμάτων θα μπορούσε επίσης να δημιουργήσει νέες πηγές νερού για τις πόλεις.

ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΝ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ